- ἀμετάβολοι
- ἀμετάβολοςwithout modulationmasc/fem nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αμετάβολος — η, ο 1. αυτός που δε μεταβάλλεται. 2. «αμετάβολοι φθόγγοι» λέγονται στη γραμματική οι υγροί και ένρινοι φθόγγοι (μ, ν, λ, ρ), οι οποίοι ως χαρακτήρες στα ρήματα και τα ονόματα δεν αλλάζουν (όπως άλλοι) κατά την κλίση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)